θεουργικός

θεουργικός
-ή, -ό (AM θεουργικός, -ή, -όν) [θεουργός]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεουργό ή στη θεουργία.
επίρρ...
θεουργικώς (AM θεουργικῶς)
1. με θεουργικό τρόπο
2. με θαύματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θεουργικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στη θεουργία ή το θεουργό (βλ. λλ.), θαυματουργικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θεουργικά — θεουργικός of neut nom/voc/acc pl θεουργικά̱ , θεουργικός of fem nom/voc/acc dual θεουργικά̱ , θεουργικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεουργικώτερον — θεουργικός of adverbial comp θεουργικός of masc acc comp sg θεουργικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεουργικῶν — θεουργικός of fem gen pl θεουργικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεουργικαῖς — θεουργικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεουργικαί — θεουργικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεουργικοῖς — θεουργικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεουργικοί — θεουργικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεουργικοῦ — θεουργικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεουργικωτάτῳ — θεουργικός of masc/neut dat superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”